- πορτουλάνος
- ο, Νναυτ. βλ. πορτολάνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτολάνος — και πορτουλάνος, ο, και πορτολάνα, η, Ν ναυτ. 1. ναυτικός χάρτης, μεγάλης κλίμακας με λεπτομερή αναγραφή τών λιμανιών και τών ακτών που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς 2. βιβλίο όπου αναγράφονται τα λιμάνια και δίνονται λεπτομέρειες για τα… … Dictionary of Greek